πλεόναζε

πλεόναζε
πλεονάζω
to be more
pres imperat act 2nd sg
πλεονάζω
to be more
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλεονάζεν — πλεονάζε̄ν , πλεονάζω to be more pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… …   Dictionary of Greek

  • Κοζάνη — Πόλη (υψόμ. 710 μ., 35.242 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κοζάνης. Είναι χτισμένη στους πρόποδες του Σκοπού, στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, σε απόσταση 506 χλμ. από την Αθήνα και 141 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου (βλ …   Dictionary of Greek

  • Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”